λιοκάθισμα

λιοκάθισμα
το закат, момент погружения солнца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λιοκάθισμα" в других словарях:

  • λιοκάθισμα — το η στιγμή που ο ήλιος δύει και φαίνεται να εφάπτεται με τον ορίζοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο(I)* + κάθισμα] …   Dictionary of Greek

  • λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»